ασχολίαστος

ασχολίαστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν συνοδεύεται από σχόλια ή από ερμηνευτικό υπόμνημα
2. αυτός για τον οποίο δεν έγινε δημόσια κρίση ή συζήτηση
3. εκείνος εις βάρος του οποίου δεν έγιναν σχόλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σχολιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον Ιώσηπο Μοισιόδακα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ασχολίαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός για τον οποίο δε γράφτηκαν ερμηνευτικά υπομνήματα, σχόλια: Έχω τον Ηρόδοτο, αλλά ασχολίαστο. 2. αυτός που δεν επικρίθηκε, δεν έγινε πλατιά συζήτηση: Η συμπεριφορά του στη διάρκεια της δικτατορίας κατάφερε να μείνει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”